καφεπότης

καφεπότης
ο, θηλ. καφεπότις
αυτός που συνηθίζει να πίνει πολλούς καφέδες την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + -πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. αιμο-πότης, οινο-πότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Νικόλαου Κοντόπουλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καφεπότης — ο θηλ. καφεπότισσα αυτός που κάνει υπερβολική χρήση καφέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καφεποσία — η το να πίνει κάποιος πολλούς καφέδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφεπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Αθανάσιο Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”